- ἤτριον
- ἤτριονwarpneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήτριον — ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, τό (Α) 1. (για την υφαντική) το στημόνι 2. συνεκδ. ύφασμα 3. φρ. «ἤτρια βύβλων» λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρ ιον (πρβλ. ηρ ίον, κηρ ίον). Η λ. απαντά ως β συνθετικό στο συνθ.… … Dictionary of Greek
ἠτρίοις — ἤτριον warp neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠτρίου — ἤτριον warp neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠτρίων — ἤτριον warp neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠτρίῳ — ἤτριον warp neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤτρια — ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ветрило — парус , церк., поэт. укр. вiтрило. От ветер. Едва ли прав Лиден (Stud. 24), отделяя эти слова друг от друга и сравнивая вѣтрило с греч. ἤτριον основа нити, ткань , др. инд. vā ткать … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
утрин — полотняный , только русск. цслав. утрьнъ, утринъ βύσσινος (Срезн. III, 1314). Возм., родственно словам, приводимым на усло: лит. audžiu, austi ткать . Ср. особенно др. инд. ōtum, vātavē ткать , греч. ἤτριον, ἄτριον ткань ; см. о близких формах… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
εξητριάζω — ἐξητριάζω (Α) στραγγίζω με λεπτό πανί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ητριάζω (< ήτριον «στημόνι, λεπτό ύφασμα»)] … Dictionary of Greek
επήτριμος — ἐπήτριμος, ον (Α) 1. ο πυκνοϋφασμένος 2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα ιμος] … Dictionary of Greek